- φιλίδρως
- φῐλίδρως, ων, gen. ωτος,A loving sweat or toil,
κυνηγεσία Inscr.Cret. 1
. xxii 59 (Olus, ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυνηγεσία Inscr.Cret. 1
. xxii 59 (Olus, ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλίδρως — ων, Α αυτός που αγαπά τον μόχθο τής εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἱδρώς «ιδρώτας, μόχθος» (πρβλ. λυσ ίδρως)] … Dictionary of Greek
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek